εμβρυοκτόνος

εμβρυοκτόνος
ος , ον умерщвляющий зародыш или ребёнка во время родов

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "εμβρυοκτόνος" в других словарях:

  • εμβρυοκτόνος — ο (Α ἐμβρυοκτόνος, ον) αυτός που σκοτώνει το έμβρυο μέσα στη μήτρα …   Dictionary of Greek

  • εμβρυοκτόνος — α, ο 1. που σκοτώνει έμβρυο (είτε όσο αυτό βρίσκεται στη μήτρα είτε στον τοκετό). 2. βρεφοκτόνος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμβρυοφθόρος — ο ο εμβρυοκτόνος …   Dictionary of Greek

  • εμβρυοφθόρος — α, ο που φθείρει (σκοτώνει, καταστρέφει) το έμβρυο, ο εμβρυοκτόνος: Εμβρυοφθόρα φάρμακα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»